κατοπτώ

κατοπτώ
κατοπτῶ, -άω (Α)
1. ψήνω εντελώς
2. παθ. κατοπτῶμαι, -άομαι
α) είμαι καλομαγειρεμένος
β) (για το αίμα) είμαι πολύ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μετονοματικό παρ. < κάτοπτος (II) «καλά ψημένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατόπτησις — κατόπτησις, ἡ (Α) [κατοπτώ] το πολύ ψήσιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”